- χαριτόβρυτος
- -η, -οχαριτωμένος, γεμάτος από θέλγητρα: Είναι μια χαριτόβρυτη κυρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαριτόβρυτος — η, ο / χαριτόβρυτος, ον, ΝΜ γεμάτος χάρες, γεμάτος θέλγητρα, τρισχαριτωμένος. επίρρ... χαριτοβρύτως Ν με χάρη, με γοητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βρυτος (< βρύω «ξεχειλίζω, είμαι γεμάτος»)] … Dictionary of Greek
ερωτικόβρυτος — ἐρωτικόβρυτος, η, ον (Μ) αυτός που αναβλύζει έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερωτικός + βρυτος (< βρύω) αντί ερωτό βρυτος (πρβλ. χαριτόβρυτος)] … Dictionary of Greek
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χαριτοβριθής — ές, Ν χαριτόβρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής, σιδηρο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek